- σκύφος
- Είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων με φαρδύ στόμιο και γλυπτές παραστάσεις. Κατασκευαζόταν από διάφορες ύλες, όπως ξύλο, πηλό, ασήμι και χρυσό, ανάλογα με τα οικονομικά μέσα αυτού που τον χρησιμοποιούσε.
Οι σ. αναφέρονται συχνά σε αρχαία κείμενα που περιγράφουν συμπόσια ή και σε στίχους ποιητών που υμνούν το κρασί και τον έρωτα.
Σκύφος με διχαλωτή λαβή του 1550-1400 π.Χ., από την Κυθρέα της Κύπρου, με γεωμετρικά σχέδια. (Μουσείο Λευκωσίας).
Παράσταση δρομέων σε σκύφο του 6oυ αιώνα π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
* * *το, ΝΜΑ, και σκύφος, ὁ, ΜΑ, και σκύπφος και αιολ. τ. σκύθος, ὁ, Απήλινο αγγείο με βαθύ σώμα και με δύο οριζόντιες λαβές κοντά στα χείλη, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα ως ποτήρι ιδίως οι φτωχοί αγρότεςμσν.ασπίδααρχ.1. ξύλινο αβαθές δοχείο, γαβάθα2. το κρανίο3. φρ. «κισσοῡ σκύφος» ή «κίσσινον σκύφος» — το κισσύβιον* (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει ομοιότητα προς τους τ. σκάφος, σκάφη. Κατά μία άποψη, το -υ- είναι αναλογικό προς το -υ- τών συγγενών σημασιολογικά τύπων: κύπελλο, κύτος, κύμβη].
Dictionary of Greek. 2013.